περιδρακτικός

περιδρακτικός
-ή, -όν, Μ [περιδράσσομαι]
ο ικανός να συλλάβει ή να κατανοήσει («πλάσμα καὶ περιδρακτικὸν τοῡ πλαστουργοῡ... ἡ Θεοτόκος», Θεόδοτ. Αγκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”